βιότοπο

βιότοπο
yaşam alanı(canlıların)

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιοκοινωνία — Όρος της οικολογίας που αναφέρεται στο σύ νολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο και στο σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αποκτούν μεταξύ τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η β. αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • συνάθροιση — η / συνάθροισις, οίσεως, ΝΜΑ [συναθροίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναθροίζω, συγκέντρωση, σύναξη νεοελλ. 1. οικολ. ομαδοποίηση ατόμων ενός και τού ίδιου είδους σε έναν περιορισμένο βιότοπο 2. φρ. «δημόσια συνάθροιση» (ποιν. δίκ.)… …   Dictionary of Greek

  • υδροσειρά — η, Ν βιολ. διαδοχή που αρχίζει σε έναν βιότοπο με άφθονο νερό, και, πιο συγκεκριμένα, πρωτοπόρα φυτική βιοκοινότητα με είδη τα οποία εξαρτώνται από τη χημική φύση τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrosere] …   Dictionary of Greek

  • φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… …   Dictionary of Greek

  • βιομάζα — Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”